Κωκυτοῦ

Κωκυτοῦ
Κωκῡτοῦ , κωκυτός
shrieking
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κωκυτοῦ — κωκῡτοῦ , κωκυτός shrieking masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αχέρων — Ονομασία τριών ποταμών. 1. Ποταμός της Ηπείρου (κοινώς, Μαυροπόταμος ή Φαναριώτικος), ο οποίος περιβάλλεται από πλούσια μυθική παράδοση σχετική με τους νεκρούς και τον Άδη. Πηγάζει από τα όρη του Σουλίου και εκβάλλει στο Ιόνιο, στον κόλπο του… …   Dictionary of Greek

  • Daktyloepitriten — Mit dem Begriff Daktyloepitriten bezeichnet man eine Bauart antiker Verse der Lieddichtung. Sie wurden ursprünglich als Singverse in der griechischen Chorlyrik verwendet und sind erstmals bei Stesichoros belegt. Die meisten daktylepitritischen… …   Deutsch Wikipedia

  • ανυπόστροφος — ἀνυπόστροφος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει δρόμο επιστροφής, από εκεί που κανένας δεν γυρίζει («κωκυτοῡ ναίων ἀνυπόστροφον οἶμον ἀνάγκης» για τον Κάτω Κόσμο Ορφ. Ύμν.) 2. (για αρρώστιες) αυτή που δεν κάνει υποτροπή, δεν ξαναγυρίζει (Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • Ελεάτις — Περιοχή της Θεσπρωτίας κατά την αρχαιότητα, κοντά στον Αχέροντα, στη θέση της πεδιάδας του Φαναριού που διαρρέει ο ποταμός. Οι εκβολές του Αχέροντα βρίσκονταν στον κόλπο της Σπλάντζας (σημερινή Αμμουδιά), λίγο όμως πριν από την αρχαία Εφύρα… …   Dictionary of Greek

  • Θεσπρωτία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ηπείρου. Υιοθέτησε την ονομασία της από τους πρώτους κατοίκους της, τους Θεσπρωτούς, που έκαναν την εμφάνισή τους στην Ήπειρο στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. Αρχικά, οι Θεσπρωτοί εγκαταστάθηκαν στη δυτική παραλία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”